κλιβανάριος

κλιβανάριος
κλιβανάριος και κριβανάριος, ὁ (Α)
1. οπλισμένος με θώρακα, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος ιππέας (κλιβανάριοι
ὁλοσίδηροι
κλίβανα γὰρ οἱ Ρωμαῖοι τὰ σιδηρᾶ καλύμματα καλοῦσι, ἀντὶ τοῦ κηλάμινα», Ιω. Λυδ.)
2. (αμφβλ. σημ.) αρτοποιός, φούρναρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. που προήλθε από τη λατ. clibanarius < clibanus < κλίβανος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κριβανάριος — κριβανάριος, ὁ (Α) επιγρ. βλ. κλιβανάριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”